-
1 μεταφορά
[мэтафора] ουσ. Θ. переноска, перевоз, (λογοτ.) метафора.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεταφορά
-
2 перевод
1. (величин, единиц измерений и т.п.) η μετατροπή, η αναγωγή 2. (с одного режима на другой) η αλλαγή, η αναστροφή, η μεταστροφή 3. полигр. η μεταφορά 4. (с одного языка на другой) η μετάφρασηподстрочный - см. дословный -свободный - ελεύθερη -, η απόδοση5. (с одного места на другое) η μετάθεση, η μεταφορά 6. (денежный) το έμβασμα, η μεταφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перевод
-
3 транспорт
-а α.1. μεταφορά•железнодорожный транспорт σιδηροδρομική μεταφορά•
транспорт угля заво-дэм μεταφορά κάρβουνου στα εργοστάσια.
|| φορτίο για μεταφορά.2. μεταφορικό μέσο•городской транспорт τα αστικά μεταφορικά μέσα.
3. μεταφορικό στρατιωτικό σκάφος.-а α. (λογιστ.) μεταφορά ποσού (στην επόμενη σελίδα). -
4 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
5 перевоз
-а α.1. μεταφορά, μετακόμιση, μετακομιδή (με μεταφ. μέσο)•перевоз вещей μεταφορά πραγμάτων•
перевоз леса μεταφορά ξυλείας•
перевоз через реку η μεταφορά (διαπεραίωση) από το ποτάμι.
2. πέραμα, πέρασμα, περασιά. -
6 транспорт
транспорт Iм1. (перевозка) ἡ μεταφορά, ἡ μετακόμιση [-ις]:\транспорт хлеба ἡ μεταφορά σίτου·2. (средства перевозки) τά μέσα μεταφορδς, ἡ συγκοινωνία:водный \транспорт ἡ θαλάσσια συγκοινωνία· воздушный \транспорт ἡ ἀεροπορική συγκοινωνία· городской \транспорт ἡ ἀστική συγκοινωνία, τά ἀστικά μεταφορικά μέσα· подземный \транспорт ὁ ὑπόγειος ἡλεκτρικός σιδηρόδρομος· железнодорожный \транспорт ὁ σιδηρόδρομος·3. (партия грузов) τό φορτίο·4. воен. ἡ ἐφοδιοπο-μπή, τά μεταγωγικά:санитарный \транспорт τά ὑγειονομικά μεταγωγικά·5. мор. (судно) τό φορτηγό πλοίο.транспорт IIм бухг. ἡ μεταφορά (ποσοῦ ἡ ἀθροίσματος). -
7 деньги
τα χρήματ/α, τα λεφτάдержать - в банке κρατώ/έχω - στην τράπεζα-металлические - τα κέρματα, το μεταλλικό νόμισμαфальшивые - κίβδηλα -, κάλπικα - (ξεν).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деньги
-
8 конвекция
1. физ., эл. η αγωγή (θερμότητας)η κατακόρυφη μεταφορά, το ρεύμαпринудительная - см. вынужденная -2. гидр., метео. η μεταφορά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > конвекция
-
9 навалом
1. (о транспортировке продуктов) η χύδην/χύμα μεταφοράη μεταφορά άνευ συσκευασίας2. мор. το ακούμπισματο πλοίο βρήκε (κατόπιν λάθους χειρισμού ή κακών συνθηκών)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > навалом
-
10 передача
1. свз. (передаваемая информация) η μετάδοση, η διαβίβαση, η εκπομπήмногоканальная - των πολλών διαύλων/καναλιώνпробная - в полёте ав. δοκιμαστική - κατά την πτήσηцветная - (тлв.) έγχρωμη -2. (вид излучения) η εκπομπή, η ακτινοβολία 3. (механизм передачи движения) η μετάδοση- зубчатая геликоидальная - см. - зубчатая винтовая - зубчатая планетарная οδοντωτή πλανητική -зубчатая - с внешним{}внутренним{} зацеплением οδοντωτή - με εξωτερική/εσωτερική μετάδοσηканатная - με σύρματα/σχοινιάремённая - με ιμάντα, η ιμαντοκίνηση4. (действие) η μεταβίβασ/η, η μεταφοράбез права - и юр. χωρίς/δίχως δικαίωμα - ης- управления вчт. - του ελέγχου5. физ. η μεταφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > передача
-
11 плата
1. (денежный взнос за услуги) η πληρωμή, το τίμημα, η αμοιβήбез дополнительной - ы χωρίς συμπληρωματική -, освобождение от - ы απελευθέρωση από την -арендная - για ενοικίαση/μίσθωση, το μίσθιο/ενοίκιοзаработная - ο μισθός, οι αποδοχές (πλ.)поразговорная (тлф) - βάσει του χρόνου συνδιάλεξης 2 (диэлектрическая пластина) η διηλεκτρική πλάκαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плата
-
12 счёт
1. (подсчёт) о λογαριασμός, ο υπολογισμός 2. (квитанция) о λογαριασμός, (чек) η απόδειξη 3. (в банке) о λογαρια-σμ/όςзакрытый - προθεσμιακός -, κλειστός -контокорент-ный - см. текущий -личный - ατομικός -, ιδιωτικός -отдельный - см. особый -4. (накладная) το τιμολόγι/ο 5. (груза) мор. η καταμέτρηση των εμπορευμάτων 6. (результат подсчетов, вычислений) ο υπολογισμός 7. -а (бухг.) (финансовые операции, документы) οι λογαριασμοί 8. муз. о χρόνος 9. (в спорте) το αποτέλεσματο σκορ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > счёт
-
13 трансферт
(перевод денежных сумм) (эк., фин.) η μεταβίβαση, η μεταγραφή, (бухг.) η μεταφορά (ποσού στο λογαριασμό)банковский - η τραπεζική μεταφορά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трансферт
-
14 доставка
доставка ж η μεταφορά, η διανομή с \доставкаой на дом με διανομή στο σπίτι* * *жη μεταφορά, η διανομήс доста́вкой на́ дом — με διανομή στο σπίτι
-
15 перевод
перевод м 1) (на другой язык ) η μετάφραση 2) (почтовый) το (ταχυδρομικό) έμβασμα, η ταχυδρομική επιταγή 3) (на другое место) η μεταφορά, η μετάθεση* * *м1) ( на другой язык) η μετάφραση2) ( почтовый) το (ταχυδρομικό) έμβασμα, η ταχυδρομική επιταγή3) ( на другое место) η μεταφορά, η μετάθεση -
16 перевозка
-
17 передвижение
передвижение с η μετακίνηση, η μετατόπιση· η μεταφορά (транспортировка)' средства \передвижениея τα μέσα μεταφορών* * *сη μετακίνηση, η μετατόπιση; η μεταφορά ( транспортировка)сре́дства передвиже́ния — τα μέσα μεταφορών
-
18 переезд
переезд м 1) (место ) το πέρασμα 2) (действие) η μετακίνηση· η μεταφορά, η μετακόμιση (на другую квартиру)* * *м1) ( место) το πέρασμα2) ( действие) η μετακίνηση; η μεταφορά, η μετακόμιση ( на другую квартиру) -
19 перенос
переносм1. ἡ μεταφορά, ἡ μεταβίβαση[-ις]. ἡ μετάθεση [-ις], ἡ μετακομιδἡ·2. (слога и т. ἡ.) ἡ μεταφορά·3. (на другой срок) ἡ ἀναβολή. -
20 перетяжка
перетяжкаж1. τό τέντωμα·2. полигр. ἡ μεταφορά, τό γύρισμα:\перетяжка» полосы ἡ μεταφορά σελίδας.
См. также в других словарях:
μεταφορά — μεταφορά̱ , μεταφορά transference fem nom/voc/acc dual μεταφορά̱ , μεταφορά transference fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφορᾷ — μεταφορά transference fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφορά — Η πράξη του μεταφέρω. Η φράση εις μεταφοράν που χρησιμοποιείται στη λογιστική, αναφέρεται στο άθροισμα των ποσών μιας σελίδας που μεταγράφεται στην αρχή της επόμενης, με την παρατήρηση εκ μεταφοράς. Μ. εξάλλου ονομάζεται στη μουσική η αλλαγή… … Dictionary of Greek
μεταφορά — η 1. μετακίνηση προσώπων, ζώων, πραγμάτων κτλ. σε άλλο τόπο: Η μεταφορά του ασθενή έγινε με ελικόπτερο. 2. (γραμμ.), σχήμα λόγου, όταν μια λέξη ή φράση δεν αποδίδεται κυριολεκτικά, αλλά με παραβολή ή παρομοίωση, π.χ. καυτές ειδήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιόντων, μεταφορά — Κίνηση ηλεκτρολυτών με τη μορφή ιόντων μέσα στα ζωντανά συστήματα. Η μ.ι. μπορεί να γίνει με διάφορους μηχανισμούς, όπως είναι η ηλεκτροχημική διάχυση, η ενεργητική μεταφορά με κατανάλωση ενέργειας ή η μαζική ροή μέσω του κυκλοφορικού συστήματος… … Dictionary of Greek
μεταφορᾶι — μεταφορᾷ , μεταφορά transference fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφοράν — μεταφορά̱ν , μεταφορά transference fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφοράς — μεταφορά̱ς , μεταφορά transference fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφοραῖς — μεταφορά transference fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφοραί — μεταφορά transference fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφορᾶς — μεταφορά transference fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)